- ἀγκυλόκυκλος
- ἀγκυλό-κυκλος, ον,A curved in spires, of a dragon's tail, Nonn.D.35.217.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγκυλόκυκλος — ἀγκυλόκυκλος, ον (Α) (για την ουρά δράκοντος) ελικοειδής, οφιοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + κύκλος] … Dictionary of Greek
ἀγκυλόκυκλον — ἀγκυλόκυκλος curved in spires masc/fem acc sg ἀγκυλόκυκλος curved in spires neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek